- θεμελιῶ
- θεμελιόωto lay the foundation ofpres subj act 1st sgθεμελιόωto lay the foundation ofpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεμελίῳ — θεμέλιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμελίωι — θεμελίῳ , θεμέλιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
основаниѥ — ОСНОВАНИ|Ѥ (94), ˫А с. 1.Основание, опорная часть предмета: ѹтверди нозѣ мои на недвижимѣмь ѡсновании. СбЯр XIII2, 160; Аще древо сѹсѣда моего… велико простеръ корениѥ ѡснованию домѹ… вредъ творить… да понѹж(д)енъ бѹдеть сѹсѣдъ мои посѣщи ю.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θέμειλον — θέμειλον, το (Α) το θεμέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό αρχαΐζον παράγωγο < θεμελιώ] … Dictionary of Greek
θεμελιώνω — (AM θεμελιῶ, όω) [θεμέλιο] 1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.) 2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνω («πάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
προθεμελιώ — όω, Α θεμελιώνω από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θεμελιῶ (< θεμέλιον)] … Dictionary of Greek
προσθεμελιώ — όω, Α επεκτείνω, ενισχύω τα θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θεμελιῶ (< θεμέλιον)] … Dictionary of Greek